Το κωδονοστάσιο

 


Αύγουστος 2021.

 Η Αντιγόνη βρισκόταν επιτέλους στο χωριό της. Ολόκληρη τη χρονιά αδημονούσε να φτάσει η ώρα ετούτη. Στον πυρήνα πλέον του καλοκαιριού, θα δραπέτευε από την τσιμεντένια πόλη και θα συναντούσε τους φίλους της · δηλαδή τα άτομα με τα οποία έδινε πάντα όρκο, λίγο πριν το τέλος των διακοπών, ότι θα ξανασμίξουν την επόμενη χρονιά στο ίδιο μέρος. Η Δευτέρα Λυκείου την είχε εξουθενώσει και γι’ αυτό αναζητούσε μια αναζωογόνηση, μια σπίθα για να αναθαρρήσει. Εξάλλου, οι Πανελλήνιες πλησίαζαν. Ίσως όμως η σπίθα που βρήκε τελικά, την έκαψε.

 Πόσο δροσερά ήταν τα μπάνια με τους φίλους! Τέτοια χαρά, γλυκιά– με αλμυρή κρούστα από τη θάλασσα- δεν είχε ξανανιώσει. Τα βράδια ξάπλωνε πάνω στην άμμο και κοιτούσε τα άστρα, τα μετρούσε. Τότε την έπιανε ο ρεμβασμός. Σε αυτήν την αισθητική μέθη περνούσε ,πού και πού, τα φώτα των σπιτιών στην απέναντι όχθη (στην Εύβοια), για αστέρια. Κι έτσι, πριν πάρει είδηση ότι είχε υπερβεί τον αστρικό προϋπολογισμό, είχε ήδη αποκοιμηθεί.

 Ωστόσο ένα ξημέρωμα ήταν αγκαθωτό. Στις ειδήσεις πρώτο θέμα έγινε η πυρκαγιά στην Εύβοια, η οποία πολύ σύντομα θα διαιρούταν σε περισσότερες. Εκείνη τη μέρα όλοι το συζητούσαν. Στα καφενεία άκουγες ταβλαδόρους να ανακαλούν παλιότερες πυρκαγιές, να επιδοκιμάζουν ή να αποδοκιμάζουν τον κρατικό μηχανισμό, να λογομαχούν… Μα, μόλις τελείωσε η πρώτη, έστω η δεύτερη παρτίδα, ο καφενές ξανάναψε το τσιγάρο του, ξεπλένοντας την ανησυχία. Εξάλλου, μια θάλασσα τούς χώριζε από το πύρινο μέτωπο, ενώ ο πυροσβεστικός σταθμός κοντά στο χωριό βρισκόταν σε επιφυλακή. Αυτά εξηγούσε στην Αντιγόνη η μητέρα της για να την καθησυχάσει. Κι ότι οι διακοπές τους θα έμεναν ανεπηρέαστες. Αυτά της εξηγούσε και σχεδόν την παρηγόρησε.

 Μια ακόμη μέρα κύλισε, και οι πύρινες ρωγμές περιτύλιξαν την απέναντι όχθη. Αυτό το θέαμα προκαλούσε αμηχανία στην Αντιγόνη. Όταν μετρούσε τα άστρα, πλέον τα υπολόγιζε με ακρίβεια. Λες και η πυρκαγιά τής έκλεψε τα υπόλοιπα και εκείνη προστάτευε ό,τι της είχε μείνει.

 «Προφανώς με έχει ταράξει η πυρκαγιά» σκέφτηκε. «Αναμφίβολα, είναι τραγικό γεγονός, όμως τι να κάνω εγώ γι’ αυτό; Ο υπόλοιπος κόσμος το αντιμετωπίζει ψύχραιμα· κάτι θα ξέρει».

Αυτά σκεφτόταν και σχεδόν παρηγορήθηκε. Αφού λοιπόν πέταξε ένα βότσαλο στη θάλασσα, μάζεψε τα άστρα της και γύρισε σπίτι.

 Το πρωί η ατμόσφαιρα ήταν αποπνικτική. Φαίνεται ότι άνεμος είχε σηκωθεί, είχε πάρει παραμάσχαλα  σκόνη, στάχτες, αποκαΐδια, φωνές ζώων και ανθρώπων και με εκείνα είχε πασπαλίσει το χωριό. Η Αντιγόνη έμεινε σπίτι.

Στο δείπνο, απευθύνθηκε στη μητέρα της:

-Μαμά, δεν ανησυχείς με την κατάσταση στη Εύβοια;

-Μα, όχι. Αφού δεν τα ‘παμε; Ότι εμείς έχουμ…

-Ναι, δεν το εννοώ έτσι. Αν εδώ πνιγόμαστε από τον καπνό, φαντάσου εκεί τι βιώνει ο κόσμος.

-Ναι έχεις δίκιο. Πάντως είναι λογικό, εκεί που υπάρχει φωτιά, θα υπάρχει και καπνός, που λέει ο λόγος. Βασικά το αντίθετο, μπερδεύτηκα…

 Αμέσως η μητέρα γέλασε από αμηχανία και η συζήτηση έληξε.

 Το επόμενο πρωί οι φωτιές στον λαιμό της Εύβοιας ανταγωνίζονταν το φως του Ήλιου. Το βράδυ ο αιματοβαμμένος  νικητής συνέχιζε να καίει. Και η Αντιγόνη πίσω από το παράθυρό της, παρακολουθούσε ζευγάρια να απαθανατίζουν το πορφυρό τοπίο- τι ρομαντικό! Δεν άντεξε, έσφιξε με αηδία την κουρτίνα στο χέρι της και την έσυρε, προκαλώντας ανατριχιαστική τσιρίδα. Έπειτα, έριξε το παντζούρι και απομονώθηκε.

  Η επίγευση της αποστροφής ακόμη διατηρούταν το επόμενο βράδυ.

«Δεν είναι κατάσταση αυτή» σκέφτηκε αγανακτισμένη. «Δεν μπορώ, πρέπει να βγω έξω, να προσποιηθώ έστω ότι είμαι εντάξει».

 Μάταια: μόλις είδε ότι οι φίλοι της χόρευαν ξέγνοιαστα στην παραλία, αποτραβήχτηκε με ενοχή. Αν την έβλεπαν έτσι κατσουφιασμένη θα ανησυχούσαν. Τότε θα τους έλεγε ότι απέναντι άνθρωποι, ζώα και η φύση εν γένει υποφέρουν κι ότι οι χοροί δεν αρμόζουν σε τέτοιες καταστάσεις. Εκείνοι θα τη ρωτούσαν: «Μα καλά, κι εμείς να κάτσουμε να χολοσκάμε;». Ήταν η πικρή, μα συνάμα λογική απάντηση που ανέμενε.  Γι’ αυτό,  κουκούβισε πάνω σε έναν βράχο του λιμανιού και βάλθηκε να κοιτά  την πύρινη πληγή κατάματα.

  Όσο περνούσε η ώρα, τα μάτια της έτσουζαν περισσότερο, καθώς βλεφάριζε λιγότερο· αρνούνταν. Πήρε μια βαθιά ανάσα και γέμισε τους πνεύμονές της με τον αραιό καπνό, σιγοέβηξε. Αφουγκράστηκε τις φωνές και απορρόφησε τους καημούς που γεννήθηκαν τις τελευταίες μέρες στην άλλη όχθη. Στα νεύρα της αποτυπώθηκε ανεξίτηλα η έννοια της φωτιάς. Τέλος, άφησε την φλόγα να καψαλίσει τα καρδιόφυλλά της. Γι’ αυτό, λύπη χύθηκε πάνω στην καρδιά της για να καταπραΰνει το έγκαυμα. Ένιωθε- συνειδητά επιτέλους- ευαίσθητη.

  Έπειτα, όμως, φαντάστηκε κάθε άλλη φωτιά που έκαιγε το κορμί της Ελλάδας. Στη συνέχεια δεν κρατήθηκε, αναστέναξε και για τις υπόλοιπες χώρες. Και δεν περιορίστηκε στις φωτιές: ο καημός της απλώθηκε για να κουκουλώσει όλες τις συμφορές του κόσμου, του δικού της κόσμου. Του κόσμου, στον οποίον θα αφιέρωνε ολόκληρη τη ζωή της! Θυμός κουδούνισε στα μηνίγγια της, γιατί όλοι αδιαφορούσαν. Δεν θεωρούσε ανθρώπινο τον κυνισμό τους, και σίγουρα δεν δικαιολογούσε την αναισθησία των συνομηλίκων της. Εκείνο όμως που τη μαστίγωνε ήταν η αδυναμία της να επέμβει. Προσπάθησε να φέρει αντίλογο σε αυτό το συναίσθημα: ότι ήταν πολύ νέα και ανώριμη ακόμη, για να αντιμετωπίσει τις συμφορές όλου του κόσμου. Όμως η φωτιά έκαιγε, έκαιγε ε κ ε ί ν η  τ η  σ τ ι γ μ ή, έκαιγε τα σωθικά της και απανθράκωνε κάθε λόγο και αντίλογο.

 Άυπνη, κατά τα χαράματα, βρόντηξε την πόρτα του φίλου της, του Κώστα. Η συγκινημένη καρδιά της τρεμόπαιζε ακόμη, όμως τα μάτια της έσκιζαν τον αέρα αποφασιστικά. Ξαναχτύπησε. Μέχρι που εκείνος της άνοιξε, ζαλισμένος από το όνειρό του.

-Τρελάθηκες; Τι θέλεις τέτοια ώρα; Μέρες τώρα σε καλώ στο τηλέφωνο και δεν απαντάς. Τώρα μας θυμήθηκες;

-Μην αρχίζεις.  Έχω κάτι να σου πω.

-Είσαι καλά; Έκλαιγες;

-Θέλω να μιλήσω σε κάποιον.

Και του εξήγησε όσα βίωσε, του έδειξε τις πληγές της ψυχής της. Καμιά φορά τον σκουντούσε όταν εκείνος πήγαινε να αποκοιμηθεί. Στο τέλος του εξήγησε το σχέδιό της.

-Μου κάνεις πλάκα; Αντιγόνη σύνελθε! Σε διακοπές βρίσκονται όλοι.

Οι κόρες των ματιών της τον κάρφωναν πάντα αδιάλλακτα.

-Δηλαδή όντως, θα το παίξεις ακτιβίστρια; Τέτοια κινήματα έχουν κουράσει.

-Κώστα σοβαρέψου! Εγώ φταίω που θέλησα να ακούσω μια ώριμη άποψη για τα παθήματά μου!

- Έχεις πολύ θερμή καρδιά για θέματα που απαιτούν ψυχραιμία.

-Πρώτη φορά νιώθω έτσι, τόσο ανθρώπινα.

-Και δηλαδή τι σκοπεύεις να πετύχεις; Η φωτιά δεν πρόκειται να σβήσει με έναν κουβά συναισθήματος.

-Δεν είναι μόνο η φωτιά, καημένε! Θέλω ο κόσμος να με καταλάβει! Από όχλος να γίνει άνθρωπος. Αλλιώς ποιος θα μου εγγυηθεί ότι μετά τη μια καταστροφή θα προληφθεί η επόμενη;

-Δεν ξέρω… Μου φαίνεται ότι άδικα πηγαίνεις κόντρα σε όλους εμάς και, συγχώρα με αν σε πληγώσω, πιστεύω ότι πρόκειται για εφηβικό ξέσπασμα. Κι εγώ καμιά φορά νιώθω την ανάγκη να με προσέξουν…

-Αν συνεχίσεις να λες τέτοια, θα είσαι μισητός από εμένα και θα σε μισήσουν όλοι οι άνθρωποι που θα γνωρίσεις στη ζωή σου. Τώρα άσε εμένα και την «εφηβική αφροσύνη» μου να πάθουμε ό,τι μέλλεται.

Τότε η Αντιγόνη, πιο αποφασισμένη από ποτέ, κίνησε για την Εκκλησία. Ήταν ένας μικρός, ξεχασμένος ναός ενός Αγίου, τον οποίο κανείς δεν θυμόταν, από τη μέρα που η ταμπέλα με το όνομά του είχε ξεθωριάσει. Παπάς δεν ερχόταν πλέον, μήτε πιστοί. Μόνο παιδιά που έπαιζαν κρυφτό και μικροί ταραξίες που χτυπούσαν τις καμπάνες στο κωδωνοστάσιο. Για αυτόν τον λόγο, μάλιστα, είχε τοποθετηθεί συναγερμός, ώστε οι γείτονες να έχουν την ησυχία τους.

Εκεί, στα σκαλοπάτια πριν μπει στον περίβολο, στρογγυλοκάθισε η Αντιγόνη, σαν να συμμετείχε σε καθιστική διαμαρτυρία. Ίσιωσε την πλάτη, τέντωσε τον λαιμό και ψιθύρισε φορτισμένη με ιερή οργή :

-Θεέ, γιατί; Γιατί καταδικάζεις τα πλάσματά σου σε άδικο πόνο; Γιατί αδιαφορείς κι εσύ;

Καμία απάντηση. Δεν είχε η ίδια εμπειρία από δεήσεις, έτσι ένιωθε αμήχανα. Εξάλλου, μέχρι τότε ήταν πεπεισμένη πως Θεός δεν υπήρχε και αισθανόταν μάλιστα ντροπή που τού απευθύνθηκε στην ανάγκη.

-Απαιτώ να λογοδοτήσεις για την αδράνειά σου!

Πάλι σιωπή. Ίσως ήταν η απάντηση σε θεϊκή διάλεκτο. Ίσως σκόπιμα ο Θεός είχε αποστασιοποιηθεί.  Ίσως, αν δεν είχαν πάρει τα πράγματα εκείνη τη τραγική τροπή, η ψυχή της Αντιγόνης-του ανθρώπου- να μην αφυπνιζόταν. Άρα, για όσο ο άνθρωπος θα αδιαφορούσε, οι αιώνιες συμφορές θα καταδυνάστευαν τους συνανθρώπους του αλλά και όλο το περιβάλλον του. Ένας ανάλογος συλλογισμός καταβυθίστηκε στον νου της Αντιγόνης. Δεν κατάλαβε αν τον γέννησε η ίδια, ή μια ανώτερη δύναμη. Άλλωστε, δεν την ένοιαζε, αφού η φωτιά ακόμη έκαιγε, πύρινες γλώσσες ξεπετάγονταν βίαια από τα αυτιά, τα ρουθούνια της και στάθηκαν πάνω από την κεφαλή της.

Μεσάνυχτα. Σηκώθηκε από τη θέση της με απόλυτη ηρεμία και δρασκέλισε τον περίβολο του ναού.

«Παράξενο: ο συναγερμός δεν ακούστηκε·  ίσως δεν με έχει ανιχνεύσει» συλλογίστηκε απορημένη.

 Πλησίασε στο καμπαναριό, ανύψωσε το χέρι και τέντωσε τον ώμο της για να γραπώσει το μετέωρο σκοινί. Δεξί χέρι στον ουρανό, αριστερό χέρι καταγής, με δύο-τρεις περιστροφές  τύλιξε σιωπηλά το σκοινί γύρω από το βραχίονα και την παλάμη της, κινούμενη σαν δερβίσης. Τέλος, έκλεισε τα μάτια της. Ένιωσε να αναδύονται πρωτόγονα ένστικτα που υπόβοσκαν τόσο καιρό στον ψυχισμό της. Βαθιά ανάσα.

-ΦΩΤΙΑ! ΦΩΤΙΑ! ΦΩΤΙΑ! Έσκουξε όσο βροντούσε την καμπάνα. ΞΥΠΝΗΣΤΕ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΚΑΙΓΟΜΑΣΤΕ!

Τόσο δυνατό ήταν το κουδούνισμα, που η σκουριά γύρω από τη γλώσσα της καμπάνας εξατμίστηκε.

-ΦΩΤΙΑ, ΦΩΤΙΑ!

Οι κραυγές της, όμως, καταποντίζονταν στο πηχτό σκοτάδι και χάνονταν. Η Αντιγόνη συνέχιζε να φωνάζει λυσσασμένα, καθώς η φωνή της βράχνιαζε και τρεμόπαιζε όλο και περισσότερο. Μα κανείς δεν αναστατώθηκε, δεν ξεπρόβαλε για να την βρίσει, δεν κάλεσε την αστυνομία, γιατί απλώς κανείς δεν την άκουγε. Μέχρι που το κορίτσι κατέρρευσε, ξετυλίγοντας αργά αργά το ένοχο σκοινί. Και άρχισε να κλαίει, να κλαίει σιωπηλά, για να μην ενοχλήσει κανέναν, μαζεμένη δίπλα από το κωδωνοστάσιο.

Ναι, ακόμη κλαίει.

 Γιατί ο Κώστας είχε δίκιο : η Αντιγόνη του καιρού μας μάλλον… έχει κουράσει.

Φρέσκο

Το Τέρας

      Ένας άντρας ζούσε μόνος στο σπίτι του.     Κάποιο βράδυ, ένα ανατριχιαστικό τέρας παραβίασε τα παράθυρα και εισέβαλε μέσα στο σπίτι μ...

Δημοφιλή

Πρόσφατα