Μια ιστορία Θανάτου

 



Η Χριστίνα ήταν δεκαέξι χρονών την ημέρα του συμβάντος (δεν έχει ιδιαίτερη σημασία, αφού ο Θάνατος δεν λογαριάζει τέτοια θέματα). Έβρεχε, γι’ αυτό στο φροντιστήριο πήγαινε με το αμάξι. Ο πατέρας της οδηγούσε προσεκτικά, όπως πάντα, ενώ και οι δυο ήταν δεμένοι με ζώνες ασφαλείας, όπως πάντα. Και πάλι, όσο η μηχανή πλησίαζε, το φως της, που χτυπούσε τα μάτια της  Χριστίνας, γινόταν ολοένα και πιο σουβλερό. Σαν χίλιες μικρές τσιρίδες αισθάνθηκε το κορίτσι τους προβολείς της μοτοσικλέτας, λίγο πριν την σωριάσει μια ψυχρή, σιδερένια γροθιά.

 Ο οδηγός της μηχανής κι εκείνος νέος ήταν, κοντά 25 χρονών (ούτε αυτό σημαίνει τίποτα), ίσα που είχε γευτεί τη ζωή. Σίγουρα αν υπήρχαν αυτόπτες μάρτυρες, θα απέδιδαν την ευθύνη σε αυτόν. Όμως τέτοιες υποθέσεις απασχολούν τη ζωή, ενώ αυτή είναι μια ιστορία Θανάτου, άρα δεν μας αφορούν. Μέσα στη μέθη της ήβης, λοιπόν , ένιωθε ελεύθερος. Μέχρι που υποτάχθηκε πλήρως στους αυστηρούς φυσικούς νόμους της σύγκρουσης. Σωριάστηκε κι αυτός στον δρόμο.

  Χριστίνα  και μηχανόβιος, κείτονταν πλάι πλάι μέσα στο ασθενοφόρο, στον δρόμο για το νοσοκομείο. Δεν υπέφεραν, αφού είχαν χαθεί μέσα σε αυτή την εγκεφαλική υπερδιέγερση, που βιώνουν όλοι όσοι βρίσκονται στο μεταίχμιο ζωής και θανάτου. Ταυτόχρονα άστραψε μέσα τους η συνειδητοποίηση της θνησιμότητάς τους- υπενθύμιση της φύσεώς τους- και έπλεξαν ενστικτωδώς  τα δάχτυλα των χεριών τους. Τα χέρια τους ήταν πλέον σφιχτά γραπωμένα, διότι οι δύο ξένοι είχαν ανάγκη  ο ένας τον άλλον. Η σύγκρουση φαίνεται ήταν τόσο σκληρή, ώστε οι ψυχές τους  είχαν πλέον συγκολληθεί,  είχαν γίνει συσσωμάτωμα,   πάλλονταν ως μία και μόνο χορδή στην άρπα που έπαιζε ο Θάνατος· ή η Ζωή, σε τέτοιες στιγμές οι διαφορές ανάμεσα στις δύο έννοιες είναι δυσδιάκριτες.

  Λένε ότι σε παρόμοιες καταστάσεις ο άνθρωπος βλέπει τη ζωή του να ξεδιπλώνεται και να χάνεται σαν ανάσα μπροστά στα μάτια του. Όμως τότε, σαν το φύλλο της ιστορίας να τσάκισε και να άγγιξε όλες εκείνες τις στιγμές που οι άνθρωποι, μπροστά στον θάνατο, ένωσαν τα χέρια τους και τις ψυχές τους, κι έγιναν ένας. Δηλαδή η ίδια η ζωή κοίταξε πίσω της και βίωσε όλα τα γεγονότα και ένιωσε στην επιδερμίδα της όλα τα τραγούδια, τους χορούς, τα διηγήματα, τα αγάλματα, τους πολιτισμούς που έπλασαν οι άνθρωποι, χέρι χέρι, για να αψηφήσουν το αιώνιο νόμο της φθοράς. Έτσι ο Θάνατος συνύφανε τις ψυχές τους μεταξύ τους και με ολόκληρη την εκδήλωση της ζωής.

  Τα δύο παιδιά νοσηλεύονταν σε διαφορετικά δωμάτια. Η Χριστίνα ανέρρωσε σύντομα, σωματικά τουλάχιστον. Γιατί ισχυρότερη λαβωματιά ήταν εκείνη της είδησης ότι ο μηχανόβιος απεβίωσε. Δεν ήξερε καν το όνομά του και δεν αντίκρισε το πρόσωπό του αφού φορούσε πάντα το κράνος του. Μια δύνη όμως είχε ξεσπάσει μέσα της που σήκωνε θραύσματα ενοχών και την σούβλιζε. Ενοχές, βεβαίως, επειδή δεν πρόλαβε να τον συγχωρέσει ή έστω να τον αποχαιρετήσει, να τον βεβαιώσει ότι εκείνη ήταν καλά. Ότι εκείνος στάθηκε σαν άγγελος δίπλα της στο μεσουράνημα της ζωής.

  Για την υπόλοιπες ημέρες η Χριστίνα έβλεπε τον Θάνατο παντού. Αηδίαζε πλέον με τις ειδήσεις. Κυρίως όταν οι δημοσιογράφοι αράδιαζαν με το κυνικό τους, απαθές ύφος τα νούμερα των θανάτων από τη πανδημία, μόνο για να τα δουν οι γονείς της και να τα σχολιάσουν με την ίδια κυνικότητα. Ή όταν η καθηγήτρια της ιστορίας διάβαζε με ίδια άνεση την ημερομηνία ενός πολέμου και τον αριθμό των ψυχών που ρήμαξε. Και μπορούσε μάλιστα να διαισθανθεί τον θάνατο πρωτού εκδηλωθεί. Όχι μόνο να τον προβλέψει, αλλά και να τον ν ι ώ σ ε ι. Γνώριζε δηλαδή καλύτερα από κάθε διπλωματικό εκπρόσωπο, πολιτικό ή κοινωνιολόγο τι πραγματικά θα σήμαινε ο επικείμενος πόλεμος για παράδειγμα, στην Ουκρανία. Και συμπονούσε με την ίδια ένταση τον άνθρωπο που πουλούσε χαρτομάντιλα στα φανάρια και έναν ζητιάνο στη Βενεζουέλα. Ωστόσο, όλα αυτά την φόρτωσαν με θλίψη, θυμό και ευθύνη, που σχεδόν την καταπλάκωσαν.

-Καημένη ψυχούλα… αναστέναξε η μητέρα της. Ποιος ξέρει τι σκέφτεται κάθε μέρα, μετά το ατύχημα. Συμπεριφέρεται φοβισμένα, και φαίνεται να κρύβει πολλή οργή μέσα της. Όταν πάλι κλείνει τα μάτια της για να κοιμηθεί, ονειρεύεται ξανά και ξανά τη σκηνή του τροχαίου, μου λέει. Κάθε βράδυ! Άδικα ταλαιπωρείται το χρυσό μου…

-Έλα, μην στεναχωριέσαι, της απάντησε ήρεμα ο πατέρας. Θα καταλάβει ότι τέτοια πράγματα συμβαίνουν και θα συνέλθει. Έτσι είναι η ζωή. Θα μάθει να προσέχει και η ίδια, ώστε να μην καταλήξει όπως κατέληξε ο νεαρός. Τι αφροσύνη τον έπιασε, Θεέ μου.

 

 

Τα όνειρα συνεχίζονταν να στοιχειώνουν το υποσυνείδητο της Χριστίνας για ακόμη μια εβδομάδα. Ώσπου ένα βράδυ, δεν ξύπνησε λουσμένη στον ιδρώτα. Πάραυτα, ξύπνησε πρωί, κοντά μεσημέρι, αγκαλιά με τα παπλώματά της.

 Σε αυτό το όνειρό  βρέθηκε αναπαυτικά καθισμένη σε μια πορτοκαλί πολυθρόνα, πλάι σε ένα ζεστό αναμμένο τζάκι. Η θαλπωρή της στιγμής την έκανε να ξεχάσει ό,τι τη βασάνιζε και σχεδόν αποκοιμήθηκε μέσα στο ίδιο το όνειρό της. Αντίκρυ της, σε μια όμοια πολυθρόνα καθόταν σταυροπόδι μια γέρικη φιγούρα, πολύ οικεία και γνώριμη. Δεν μπόρεσε, ούτε μπήκε στον κόπο να διακρίνει ποιος ήταν ο άνθρωπος απέναντί της. Αυτός κάπνιζε ένα πούρο και έπαιζε με τον καπνό ξέγνοιαστα, όπως ένα παιδί παίζει με μπουρμπουλήθρες. Ίσως ήταν ο παππούς της, ναι αυτόν της θύμιζε.Όταν και το τελευταίο κουβάρι από καπνό έλιωσε κι έγινε αέρας, εκείνος γύρισε και την κοίταξε.

-Καλώς την, είπε χαμογελώντας.

Εκείνη ξαφνιάστηκε και δεν απάντησε. Είχε μέχρι τότε την εντύπωση πως δεν συμμετείχε η ίδια στο όνειρο.

-Κι όμως συμμετέχεις, συνέχισε με ενθουσιασμό.

Μα πώς ξέρει τι σκέφτομαι; Συλλογίστηκε με απορία η Χριστίνα.

-Μα πώς, να μην γνωρίζω τι σκέφτεται το ίδιο το εγγόνι μου;

-Βγες από τη σκέψη μου, παππού. Αν είσαι πράγματι ο παππούς μου.

- Μπορώ να είμαι και ο παππούς σου. Άλλοι προτιμούν να με κοιτούν και να με αποκαλούν συνείδηση, Θεό, σύμπαν, αναλαμπή, Ζωή ή Θάνατο. Διαλέγεις και παίρνεις.

Η λέξη «Θάνατος» αντήχησε σαν σίδερο στα αυτιά του κοριτσιού και οι νευρώνες της συσπάστηκαν.

-Πότε θα με αφήσεις επιτέλους ήσυχη, Θάνατε; Ύψωσε τη φωνή της με αγανάχτηση. Τι νόημα έχει που μου χάρισες τη ζωή, άμα συνεχώς επιβεβαιώνεις την παρουσία σου; Είναι άδικο, είναι άδικο, πάρε με τώρα μαζί σου, το προτιμώ αυτό, πάρε με να μην υποφέρω άλλο!

-Ηρέμησε. Θα με ξεφορτωθείς, σήμερα κι όλας, μόλις βεβαιωθώ ότι έχεις καταλάβει.

-Τι να έχω καταλάβει, ότι η ζωή είναι ένα μαραμένο φύλλο, που ανά πάσα στιγμή μπορείς να έρθεις ΕΣΥ και να το τσαλακώσεις; Αυτό θες;

-Αυτό μάλλον το ήξερες ήδη, μόνο που το αγνοούσες.

-Τότε τι; Τι άλλο πρέπει να ξέρω;

-Ότι αυτή η ψυχική σύνδεση που είχες με τον νεαρό, κορίτσι μου,  ήταν επειδή αναγνωρίσατε το κοινό σας στοιχείο ως άνθρωποι: τον Θάνατο. Και  αυτό είναι το εγγενές, εξ ορισμού στοιχείο που ενώνει όλους τους ανθρώπους, ανεξάρτητα αν ο Θάνατος βρίσκεται κοντά τους ή όχι. Ωστόσο εσείς αγνοείτε τη φύση σας, και ψάχνετε για ολοένα και περισσότερα σημεία άπωσης, παρά έλξης ανάμεσά σας. Αλλά στοργή με την οποία χάιδευες το χέρι του μηχανόβιου, αυτή μπορεί να ορθωθεί ως εγκώμιο για τη ζωή και να ακουστεί ως ωδή για την ύπαρξη. Το τι συμβαίνει μετά από τη ζωή είναι μονάχα δική μου υπόθεση.

 

Η Χριστίνα έμεινε άναυδη. Καταλάβαινε και συμφωνούσε με αυτά τα λόγια, παρόλο που η οργή της απέναντι στον θάνατο φούντωνε στα μηνίγγια της. Δίκαια ένιωθε αδικημένη, όμως και άδικα ο Θάνατος είχε δίκιο. Εκείνος καταργεί τη ζωή και ο ίδιος τη συνθέτει, δηλαδή ενώνει τα όντα ,μόνο για να τα στρέψει εναντίων του.

-Τώρα πλέον κατάλαβες. Τώρα θα νιώθεις θυμωμένη · είναι ΚΑΘΗΚΟΝ σου, εξάλλου, ως άνθρωπος, να νιώθεις θυμωμένη. Γι αυτό σε διατάζω, να τραβήξεις το σπαθί που βρίσκεται δίπλα σου και να με καρφώσεις.

-Μα…

-Μη διστάσεις, λυτρώσου. Γρήγορα, πριν ξυπνήσεις. Άμα  θες να αφυπνιστείς πραγματικά  τέλειωσέ με εδώ και τώρ…

Η κόγχη του σπαθιού είχε ήδη διαπεράσει το σώμα του Θανάτου. Αφότου η Χριστίνα το έστριψε και το πίεσε διαδοχικά, πέντε με έξι φορές ακόμη, κάθισε στην απαλή πολυθρόνα και μετά από λίγο, αποκοιμήθηκε.

 

Τότε ξύπνησε. Ένιωθε ανάλαφρη, αισθανόταν το πλέγμα της ζωής απαλό σαν βαμβάκι. Κι άρχισε να κλαίει, πάνω στα σκεπάσματα του κρεβατιού, λυτρωμένη και αποδεσμευμένη από ό,τι την τυραννούσε. Άρχισε να κλαίει, σαν ένα νεογέννητο μωρό, ένα μωρό που ξεπήδησε από τη μήτρα του Θανάτου.

Σκούπισε τα δάκρυα, βγήκε από το δωμάτιο, γράπωσε στην αγκαλιά της τους γονείς της, χαμογέλασε, βγήκε έξω, είδε έναν περαστικό, του χαμογέλασε, συνάντησε εκείνον που πουλάει χαρτομάντιλα στα φανάρια, τα αγόρασε, βοήθησε, αγάπησε, διεκδίκησε, ενώθηκε και στο τέλος, έκατσε κι έγραψε ένα ποίημα.

 

   

 

Φρέσκο

Το Τέρας

      Ένας άντρας ζούσε μόνος στο σπίτι του.     Κάποιο βράδυ, ένα ανατριχιαστικό τέρας παραβίασε τα παράθυρα και εισέβαλε μέσα στο σπίτι μ...

Δημοφιλή

Πρόσφατα